ενανθρωπίζομαι

ενανθρωπίζομαι
αμτβ. (για το Θεό), ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο, παίρνω ανθρώπινη μορφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενανθρωπίζομαι — ενανθρωπίζομαι, ενανθρωπίστηκα, ενανθρωπισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενανθρωπώ — ( έω) (AM ἐνανθρωπῶ) ένανθρωπίζω, ενανθρωπίζομαι, παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο («προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα», Μηναία, Απόστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”